- ἐπίφαντον
- ἐπίφαντοςin the lightmasc/fem acc sgἐπίφαντοςin the lightneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίφαντος — ἐπίφαντος, ον (A) [επιφαίνω] 1. φανερός, ορατός («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», Σοφ.) 2. έκδηλος, κατάδηλος … Dictionary of Greek